Αρχική Σελίδα   |    ΔΗΜΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑ    |    ΟΙ ΔΗΜΟΙ    |    ΟΙΚΙΣΜΟΙ    |    ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΜΟΥΣΕΙΑ    |    ΣΥΛΛΟΓΟΙ    |    ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ    |    ΑΓΓΕΛΙΕΣ    |    ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ    |    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
26/4/2024 00:04:47





















Επισκέπτες Online: 1691


Λίστα Ενημέρωσης

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.






ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ
30-07-2012
ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ

 

Του Τρύφωνα Τσομπάνη

Χρόνια είχε να ζωντανέψει έτσι η Μικρά Ελβετία, η γειτονιά που μας φιλοξενεί απόψε, με την ευκαιρία των εγκαινίων του Λαογραφικού Μουσείου. Η γειτονιά αυτή θεωρούνταν από τις αρχαιότερες της πόλης μας, γιατί εδώ κατοικούσαν όλοι οι ντόπιοι κάτοικοι του Λαγκαδά και οι παλαιότερες οικογένειες της πόλης μας. Κέντρο της γειτονιάς η εκκλησία της αγίας Παρασκευής, και γύρω-γύρω οι ταβέρνες και τα καφενεία, το σχολείο, το νηπιαγωγείο, τα μπακάλικα. Άνθρωποι ήρεμοι και μερακλήδες, εργατικοί και νοικοκυραίοι, με πολύ χιούμορ και με μια ιδιαίτερη αγάπη στο κρασί, καλοί κανταδόροι και πρώτοι χορευτές στα παραδοσιακά, αλλά και στα ευρωπαϊκά. Αφού να φανταστείτε δυο παλικάρια της γειτονιάς, πήγαν κάποτε σε διαγωνισμό χορού στις Σέρρες και πήραν το Α’ βραβείο χορεύοντας ταγκό, γιατί δεν έβρισκαν ντάμα από τον Λαγκαδά να τους συνοδέψει. Λέγεται ότι οι καλύτερες φωνές του Λαγκαδά, γύρω από την αγία Παρασκευή βρισκόταν, όπως και τα καλύτερα ποτήρια. Είναι παροιμιώδεις οι ιστορίες με τους μερακλήδες του κρασιού, που ακόμα και στο ξενύχτισμα ενός πεθαμένου γείτονα, παρήγγειλαν τη γυναίκα του να τους φέρει « ένα μπουκαλούδ’ έτσ’ για παρέα στου σχουρεμένου…», το ένα έγινε δύο, τα δύο τρία, τα τρία τέσσερα, και στο τέλος άρχισαν να τραγουδάνε, «σα βγαίνει ο χότζας απ’ το τζαμί…», έντρομη η χήρα φώναζε :« σκάστει  μπρε, δα μη τον σκώστει  τουν  πιθαμένου στου πουδάρ…

Οι κάτοικοι της γειτονιάς ήταν κυρίως γεωργοί και ψαράδες. Κάποιοι που είχαν μεγάλο γεωργικό κλήρο έπαιρναν στη δούλεψή τους και εργάτες που είχαν την υποχρέωση να τους ταΐζουν κι όλας. Έτσι διηγούνται το περιστατικό της Μπαμπους- Ντελετζέδινας, που έκαμνε μια κατσαρόλα φακή για όλη τη βδομάδα. Τρώει ο Βαγγέλς την πρώτη μέρα φακή, τρώει τη δεύτερη, τρώει τρίτη, έ την τέταρτη μέρα δεν άντεξε και λέει στην γριά, « έ …βρε θειά,  ζ’ κοιλιάμ’  φύτρουση φακή, κράτα κι λίγ’ για σπόρου για του χρόνου…».


Το χιούμορ των γειτόνων καμιά φορά έφτανε και  σε ακρότητες, όπως για παράδειγμα όταν η κυρά-Λίτσα του κυρ-Κώστα του Ζαρούχα (που ήταν και πρακτικός κτηνίατρος), πήγαινε στον άντρα της φαγητό στο χωράφι και  στάθηκε να ανάψει ένα κερί στην αγιά Παρασκευή, άφησε όμως έξω από την εκκλησιά το καλάθι με το φαγητό. Άναψε το κερί άρχισε τις μετάνοιες, είπε και το τροπάριο, αργούσε πολύ. Ο κυρ- Τάκης ο Αυλατζής -ο καντηλανάφτης- φοβερό νούμερο, φωνάζει τον κυρ-Κώστα τον Κυράνο που είχε το καφενείο πίσω από την εκκλησία, αδειάζουν το καλάθι από τα φαγητά, για να πιούν το ουζάκι τους και το γεμίζουν με πέτρες. Όταν η κυρά Λίτσα έφτασε στο μπαξέ κι  ήταν κατάκοπη από το βάρος του καλαθιού, κατάλαβε την αιτία της κούρασης. «Α …κείνα τα χαϊνταμάκια Τάκης κι Κώτσους δα το έκαμαν το κασμέρ…», δικαιολογήθηκε στον άντρα της που μάταια περίμενε να φάει.

Η γειτονιά είχε ψαράδες καταπληκτικούς, που όταν δεν είχαν το ψάρι που ζητούσες να αγοράσεις, έλεγαν με κάθε σοβαρότητα, « τι ; …γριβάδ’;  αει κι συ, φάει  σίρκα να σι δγιεί κι θεός. Τρώγουντι τώρα τα γριβάδια;…». Ο δε  μανάβης ο μπαρμπα Κώστας  ο Κυράννης, διαλαλούσε την πραμάτεια του με νόημα, κάνοντας και τη σχετική διαφήμιση: «πάρτε καλέ κυράδες ωραίες μιλτζάνες, πήρε κι κυρά-Παπαδιά, κι Κωστάκης Αϊβασιλιώτς, κι Νάσος Αραμπατζίκος, κι  Μπαρμπα - Μήττας Νταλόγκου…εγγυημένες σας λιέου, πάρτη δα μη θυμηθείτει…».

Ο μπαρμπα Μήττας ο Νταλόγκου ή Βασιλείου, ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού του λαογραφικού μουσείου. Άνθρωπος  νοικοκύρης και σοβαρός, παντοπώλης στο επάγγελμα, χρόνια επίτροπος στην εκκλησία, θεωρούνταν από τους σοφούς της γειτονιάς. Στην αυλή του σπιτιού είχε και καζάνι που έβραζε τσίπουρα, και μάλιστα το 1936 βραβεύτηκε από την Διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης για την καλή ποιότητα του τσίπουρου, η δε κυρά Αλεξάνδρα η γυναίκα του, πήρε κι αυτή βραβείο για την καλή επεξεργασία του μεταξιού. Τότε ο Λαγκαδάς είχε πολλές μουριές και εξέτρεφαν μεταξοσκώληκες. Θα θυμάστε ίσως, τις μουριές του παπα-Προκόπη στα δεξιά του Μπογδάνα. Ο λόγος του κυρ-Μήττα λοιπόν, ήταν πάντα  καθοριστικός, όταν τις Παρασκευές το βράδυ  δεν τρώγαμε -λόγω νηστείας- οι μανάδες μας έλεγαν: «άντε φάτε τώρα, Μπαρμπα-Μήττας είπε βγήκαν τ’ άστρα, βάρεσε κι’ ο εσπερινός». Στις δε διαφορές της γειτονιάς, θυμάμαι πως όταν οι οικογένειες ήθελαν να χωρίσουν τα χωράφια τους και να τα μοιράσουν  στα παιδιά τους, φώναζαν  για εγγυητή της σωστής μοιρασιάς ή τον κυρ-Μήττα, ή τον Αϊβασιλειώτη, ή τον μαστρο-Τριαντάφυλλο, άλλο σοφό της γειτονιάς και  καλύτερο μάστορα του Λαγκαδά. Στη γειτονιά τα περισσότερα σπίτια είχαν αμπέλια και φυσικά είχαν και τα πατητήρια για το κρασί, εκεί  να δείτε πανηγύρια και γλέντια στον τρύγο. Κι ύστερα στο καζάνι να βράσουν τα τσίπουρα, όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε κρασί και γλυκάνισο. 



Τα βράδια όλη η γειτονιά παρέες - παρέες , κάθονταν και αναπολούσαν τη μέρα που πέρασε. Στο πλατάνι του Σπύρου, η μεγαλύτερη παρέα, ο μπαρμπα Πασχάλης κεντρικό πρόσωπο, να διηγείται ιστορίες η να πιάνει το τραγούδι… «ξένος  ήμαν κι ήρθα τώρα από μέρη μακρινά, και κανέναν δε γνωρίζω, ωρέ και πού θα μείνω μια βραδιά…».  Από κοντά ο κυρ-Γιώργος ο Πασταρματζής που είχε το μπακάλικο στην πλατεία, οι Χαμχαλέδες γνωστοί πτηνοτρόφοι και αυγουλάδες του Λαγκαδά, τα αδέρφια του Φούρκα, καλλίφωνοι και γνωστοί κανταδόροι, ο Μπαρμπα-Θωμάς του Μπότσαρη και ο Ντόρης, οι αδελφοί Τσομπάνη, οι Δρεμλήδες με το καταπληκτικό χιούμορ τους και τα ωραία χωρατά… σωστό πανηγύρι κάθε βράδυ, φτώχεια και καλή καρδιά που έλεγε κι ο μπαρμπα  - Μήτσος ο μπόσκαφας: « ανώνυμος εταιρεία, η μιγάλ’  ξυπολταρία». Χαρακτηριστικός τύπος της γειτονιάς ο αείμνηστος Χρήστος Ντόνιος, που είχε συνήθειο να μεγαλοποιεί λίγο τα πράγματα και το τόσο να το κάνει τόσο, γι’ αυτό και τον φώναζαν Πρόεδρο.

Πήγε μια μέρα στη Θεσσαλονίκη ο Χρήστος, ακούει έναν ψαρά να φωνάζει πως πουλάει κοχλίες, παραξενεύτηκε ο Χρήστος πάει κοντά κοιτάει και λέει τον ψαρά: «Τι  κοχλίες και χαζά ρε λες τον κόσμου; Πε σαλιαγκότσια να συ καταλάβουμι κι μείς».


Μ’ αυτά και μ’ αυτά περνούσε η ζωή  στη Μικρά Ελβετία, με φτώχεια, με βάσανα, με πίκρες, αλλά και με χαρές πολλές, γιατί τότε οι άνθρωποι, μοιράζονταν και τις χαρές και τις λύπες, και οι λύπες γινόταν ελαφρύτερες και οι χαρές πολλαπλασιάζονταν ακόμα πιο πολύ. Θαρρώ σα ν’ ακούω τη φωνή της κυρά-Κατερίνους του Φούρκα, που χτυπούσε τον αργαλειό και τραγουδούσε έξω φωνή, ή τον Οδυσσέα και τον Κώστα να τραγουδούν πρίμο σεκόντο κάποια καντάδα, καθώς επέστρεφαν στο σπίτι το βράδυ.

Για όλους αυτούς τους ωραίους γειτόνους, που έφυγαν απ’ τη ζωή, η αποψινή βραδιά ας είναι μια επιμνημόσυνη ανάμνηση και δέηση για την ανάπαυσή τους.

 



 

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ



Επικοινωνία με lagadas.net
Επιτρέπεται η αναδημοσιεύση του υλικού μόνο με την αναφορά της πηγής © 2010 lagadas.net
design by aksium