Αρχική Σελίδα   |    ΔΗΜΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑ    |    ΟΙ ΔΗΜΟΙ    |    ΟΙΚΙΣΜΟΙ    |    ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΜΟΥΣΕΙΑ    |    ΣΥΛΛΟΓΟΙ    |    ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ    |    ΑΓΓΕΛΙΕΣ    |    ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ    |    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
29/3/2024 07:24:28



















Επισκέπτες Online: 1051


Λίστα Ενημέρωσης

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.






ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ
29-04-2013
ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΤΟΥ ΤΡΥΦΩΝΑ ΤΣΟΜΠΑΝΗ

Κάθε που πλησιάζουν οι γιορτές, δεν γίνεται να μην κάνει ο νους και η καρδιά μας μια αναδρομή στα παλιά, να θυμηθεί την πρώτη νιότη, τότε που όλα κυλούσαν όμορφα και καλά, τότε που τέτοιες μέρες όλος ο τόπος μύριζε ασβέστη και βασιλικό, καθαριότητα και λάμψη παντού, γιατί η Λαμπρή ήταν πάνω απ' όλα λάμψη και φως, και καθαριότητα ψυχής.

Τις προηγούμενες μέρες ολοκληρώνονταν οι βαριές δουλειές, τα ασβεστώματα, τα συγυρίσματα, ώστε ως το Σάββατο του Λαζάρου να είναι όλα τελειωμένα. Το Σάββατο άλλωστε θα περνούσαν και τα παιδιά να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου από σπίτι σε σπίτι με τα καλάθια στολισμένα με λουλούδια, και τα παιδιά όμορφα, καθαρά και χαρούμενα, τραγουδούσαν μέσα από την καρδιά τους:

«Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια Σήκω Λάζαρε και μη κοιμάσαι ήρθε η μάνα σου από την πόλη σου 'φερε χαρτί και κομπολόι.

Βάγια βάγια των Βαγιών, τρώμε ψάρι και κολιόν και την άλλη Κυριακή τρώμε το ψητό τ' αρνί».

Και οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά αυγά ή χρήματα ή γλυκά για να τα ευχαριστήσουν, τα δε κορίτσια έριχναν λουλούδια μπροστά στις πόρτες των σπιτιών. Σε κάποια μέρη μάζευαν κάτι κίτρινα λουλούδια που έβγαιναν στον κάμπο τέτοιες μέρες και τα έλεγαν «Λαζαράκια» και μ' αυτά στόλιζαν τα καλάθια τους, ενώ οι κοπελιές που κρατούσαν τα καλάθια, λέγονταν Λαζαρίνες. Ακόμα και τα κουλούρια που έδιναν στα παιδιά οι νοικοκυρές, είχαν το σχήμα ανθρώπου και τα έλεγαν «Λαζαράκια» και η χαρά γινόταν τριπλάσια όταν μάζευαν πολλά «Λαζαράκια». Αλλού πάλι, ένα παιδί ντυνόταν στ' άσπρα και παρίστανε τον Λάζαρο και δυο κορίτσια στεκόταν δίπλα του, σαν τις αδελφές του Λαζάρου και προηγούνταν της όλης πομπής των καλαντιστών. Κι ύστερα η Κυριακή των Βαΐων, η έναρξη της μεγάλης εβδομάδας, οι εκκλησίες στολισμένες με δάφνες, τα σύμβολα της νίκης, προμηνύουν τη νίκη κατά του θανάτου.

Μεγαλοβδομάδα, οι δουλειές σταματούσαν, γιατί υπήρχαν άλλες δουλειές που είχαν να κάνουν με τις μέρες αυτές. Την Μεγάλη Τρίτη οι Εκκλησιές κατάμεστες, γιατί το Τροπάριο της Κασσιανής ήταν τόσο δημοφιλές που συγκέντρωνε στην Εκκλησιά ακόμη και τους αδιάφορους. Ο συναγωνισμός των ψαλτών, πόση ώρα θα κάνουν για να ψάλλουν το «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…», με τα φώτα σβηστά και μόνο το φως των κεριών να φωτίζει τα πρόσωπα των ανθρώπων και οι χοροί των ψαλτών να πλαισιώνονται πάντα από φιλόμουσους ενορίτες που ήθελαν όλοι να συμψάλλουν το τροπάριο της Κασσιανής.

Η Μεγάλη Πέμπτη γλυκοχάραζε πάντα με μια άλλη αίσθηση γλυκιά και ζεστή. Πρωί -πρωί πριν ακόμα χτυπήσει η καμπάνα, η μάνα σηκωνόταν και έβαφε τα αυγά. Το πρώτο έμπαινε στο εικονοστάσι, το άλλο το κρατούσαμε για τους τάφους των δικών μας, και μ' ένα αυγό ζεστό-ζεστό ερχόταν στα κρεβάτια μας και μας σταύρωνε λέγοντας «ήρθε-ήρθε η Πασχαλιά με τα κόκκινα τ' αυγά και το αρνάκι στον ταβά…». Το μεσημέρι έπρεπε οπωσδήποτε να κοιμηθούμε, γιατί το βράδυ η Εκκλησία σχολούσε αργά και θα έπρεπε να αντέξουμε να ακούσουμε τα δώδεκα Ευαγγέλια. Όμως οι νοικοκυρές όλη τη μέρα ήταν στο πόδι γιατί έπρεπε να φτιάξουν και τα τσουρέκια, τα σιμίτια, έπρεπε να κρατήσουν σειρά στο φούρνο απ' το πρωί. Σε κάθε γειτονιά άναβαν 3-4 φούρνοι και όλες οι γειτόνισσες με τη σειρά τους φούρνιζαν και έκαναν τα σχετικά σχόλια η μια για τα τσουρέκια της άλλης. Μερικές το είχαν σε κακό, να δουν κάποιες τα τσουρέκια τους, γιατί πίστευαν ότι τα μάτιαζαν και δε θα φούσκωναν στο ψήσιμο. Παντού λοιπόν μυρωδιές και αρώματα, ανακατεμένα με θυμιάματα, πασχαλιές και ζουμπούλια που πήγαιναν στην Εκκλησία για το σταυρό και τον Επιτάφιο. Οι ελεύθερες που πήγαιναν στεφάνι στο σταυρό, πίστευαν ότι του χρόνου θα είναι παντρεμένες, και τότε έβγαινε ο παπάς κρατώντας στον ώμο του τον σταυρό και με τον πένθιμο χτύπο της καμπάνας εισόδευε τον σταυρό ως το κέντρο του ναού. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας…». Κι ύστερα άμα τέλειωνε η ακολουθία και αραίωνε ο κόσμος όσοι ήθελαν και ήταν πολλοί, έμεναν στο ναό για να ξενυχτήσουν τον νεκρό Χριστό. Γύρω από το σταυρό οι γυναίκες έψαλλαν το μοιρολόγι της Παναγιάς «σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα» και όλες μαζί έβλεπες να κλαίνε και να σταυροκοπιούνται. «Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ' ακούει αγιάζει όποιος το παρασέβεται, παράδεισο θα λάβει».

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που το βράδυ έφερναν τις κουβέρτες τους και κοιμόταν στην Εκκλησία, πάνω στο γυναικωνίτη. Τα δε κορίτσια της Ενορίας άρχιζαν κιόλας τη διαλογή των λουλουδιών και το στόλισμα του Επιταφίου. Την άλλη μέρα Μεγάλη Παρασκευή οι ακολουθίες των ωρών με τα ωραία αναγνώσματα και ο Εσπερινός, αλλά εμάς το μυαλό μας ήταν πώς θα γίνει ο Επιτάφιός μας ο καλύτερος του κόσμου. Κάναμε τις τελευταίες πρόβες των Εγκωμίων που έψαλλαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά της ενορίας, και τα παιδιά του Ιερού κανόνιζαν τη σειρά τους για το ποιος θα ανέβει στο καμπαναριό να χτυπάει πένθιμα την καμπάνα όλη τη μέρα. Πάνω στο καμπαναριό περνούσε όλη η μέρα μας τρώγοντας μόνο πρόσφορα που παίρναμε από το Ιερό. Όλη τη μέρα βρισκόταν ο κόσμος στο δρόμο γιατί πήγαινε σ' όλες τις εκκλησίες που είχε στολιστεί Επιτάφιος για να προσκυνήσει. Κι ύστερα σαν σουρούπωνε και χτυπούσε η καμπάνα, μοσχοβόλαγε όλη η αυλή της Εκκλησίας από θυμίαμα και άρχιζε η απογευματινή ακολουθία, με τα Εγκώμια, που βάζαμε τα δυνατά μας να τα πούμε καλύτερα από κάθε φορά. Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά πάντα Μεγάλη Παρασκευή, η μέρα ήταν λίγο συννεφιασμένη και πότε- πότε έριχνε και καμιά σύντομη βροχή και οι γιαγιάδες λέγανε πως είναι το δάκρυ τ' ουρανού για το πάθος του Χριστού. Το βράδυ η περιφορά στους δρόμους της πόλης, η φιλαρμονική του Δήμου Λαγκαδά να παιανίζει τα πένθιμα εμβατήρια και ο κόσμος με τα κεριά στα χέρια να συνοδεύει τον Επιτάφιο ως την πλατεία όπου γινόταν η συνάντηση με την άλλη ενορία. Όση ώρα γινόταν η δέηση, ο κόσμος ασχολούνταν με την κριτική των Επιταφίων, ποιος ήταν ο καλύτερος, πώς ήταν στολισμένος, τι λουλούδια είχαν οι άλλοι και μετά επιστροφή στο ναό και πέρασμα κάτω από τον Επιτάφιο για να 'χουμε καλή υγεία. Την άλλη μέρα το πρωί οι πιο πολλοί πήγαιναν να κοινωνήσουν και να ακούσουν στην Εκκλησία το «ανάστα ο Θεός κρίνων την γην…».

Μετά τη λειτουργία, το κλίμα ήδη είχε μεταστραφεί το πένθος άρχιζε να υποχωρεί και να έρχεται η χαρά της ανάστασης. Στα σπίτια δουλειές και προετοιμασίες για το βραδινό Πασχαλιάτικο τραπέζι, η μαγειρίτσα, το κατσίκι, οι σαλάτες, όλα ήθελαν την ώρα τους και το χασομέρι τους, κι αλίμονο στη νοικοκυρά που δεν προλάβαινε ως το βράδυ. Στις 11 χτυπούσε η καμπάνα και αφού ακούγαμε όλα εκείνα τα ωραία τροπάρια που ψάλλαμε όλοι μαζί, συνοδεύοντας τους ωραίους λαγκαδιανούς ψάλτες, τον Τάσο Μπαλτατζή, τον Μαυρίδη, τον Φ.Ηλιάδη, τον Βαλάση, «ον παίδες ευλογείται, ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας», ενώ έπρεπε στο «Δεύτε λάβετε φως» να έχουμε και την ετοιμότητα να ανάψουμε το κερί μας από τον παπά… Και ψάλλοντας όλοι μαζί «την ανάστασίν σου Χριστέ Σωτήρ» βγαίναμε στην εξέδρα για το «Χριστός Ανέστη». Κι εκεί η ίδια αγωνία, κοιτούσαμε μια τον παπά, μια το ρολόι μας και αφουγκραζόμασταν να ακούσουμε μήπως η άλλη ενορία πει το «Χριστός Ανέστη» πριν από μας. Και τότε γινόταν ο χαλασμός, οι καμπάνες, τα βαρελότα, οι πιστολιές, οι ρουκέτες… σωστό πανηγύρι!!! Μετά επιστροφή στο ναό για την αναστάσιμη λειτουργία και το βράδυ έκλεινε μ' ένα πλούσιο πασχαλιάτικο τραπέζι που μπορεί να μην είχε πάντα απ' όλα, είχε όμως πολλή χαρά κι ήταν χαρά αναστάσιμη.

Τι μας έμεινε απ' όλα αυτά στ' αλήθεια!!! Η θύμηση, η μνήμη, η νοσταλγία, η γλύκα στην καρδιά και εκείνη η ζεστή αίσθηση, απ' το αυγό της κόκκινης Πέμπτης, καθώς η μάνα μας σταύρωνε στο μέτωπο και μας εύχονταν «Καλό Πάσχα».




 

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ



Επικοινωνία με lagadas.net
Επιτρέπεται η αναδημοσιεύση του υλικού μόνο με την αναφορά της πηγής © 2010 lagadas.net
design by aksium