Αρχική Σελίδα   |    ΔΗΜΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑ    |    ΟΙ ΔΗΜΟΙ    |    ΟΙΚΙΣΜΟΙ    |    ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΜΟΥΣΕΙΑ    |    ΣΥΛΛΟΓΟΙ    |    ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ    |    ΑΓΓΕΛΙΕΣ    |    ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΕΙΤΕ    |    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
27/4/2024 09:53:51





















Επισκέπτες Online: 2803


Λίστα Ενημέρωσης

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.






XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ ΕΤΟΣ 1965
24-12-2011
XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ ΕΤΟΣ 1965

Έρχονται μέρες που κάθεσαι, κλείνεις τα μάτια κι αναπολείς τα παλιά, ιδιαίτερα τούτες τις άγιες μέρες οι αναμνήσεις και οι θύμησες είναι πάντα πιο έντονες και η νοσταλγία σου γλυκαίνει το νου και την καρδιά. Γυρνάς πίσω το βιβλίο του χρόνου και σταματάς σε σελίδες που μπορεί να έχουν ξεθωριάσει τα γράμματα, όμως οι αναμνήσεις της νιότης μας, πριν από 40-50 χρόνια, πάντα σου φέρνουν μια λάμψη στα μάτια, ίσως και έναν κόμπο στο λαιμό.

 Όμορφα χρόνια, φτωχά, λιτά, αλλά ήρεμα και όμορφα πραγματικά. Θα ήταν Δεκέμβρης του 1965 και η ιστορία επαληθεύτηκε όπως την ήθελε η παροιμία «Βαρβάρα-βαρβαρώνει, Σάββας-σαβανώνει κι ο Αη Νικόλας παραχώνει». Το κρύο έσφιξε απότομα και μέσα σε λίγες μέρες το γύρισε σε χιονιά. Του αγίου Νικολάου έριξε ένα ψιλόχιονο σαν προειδοποίηση και μετά από λίγες μέρες, κατά του αγίου Σπυρίδωνος, εκεί που παίζαμε μπάλα με ένα κουτί στην αλάνα της γειτονιάς, είδαμε κοπάδια από πάπιες να φεύγουν προς τη λίμνη, αναζητώντας φωλιές στους καλαμιώνες, σημάδι για τους παλιούς ότι έρχεται χιονιάς και κρύο. Αυτό ήταν το μετεωρολογικό δελτίο της εποχής. Είχαμε μάθει να μελετάμε τον καιρό από τα σημάδια των πουλιών, άμα πετούσαν χαμηλά θα έβρεχε, άμα έφευγαν προς τη λίμνη σε σχηματισμούς θα χιόνιζε, καμιά φορά διασταυρώνονταν, χιαστί τα κοπάδια μεταξύ τους και τότε λέγαμε ότι αφού γράφουν τα πουλιά στον ουρανό το Χ, τότε μας ειδοποιούν ότι θα χιονίσει, και δώστου χαρά εμείς, που αρχίζαμε κι όλας στα όνειρά μας να φτιάχνουμε τους καλύτερους χιονάνθρωπους και να παίζουμε τον πιο δυνατό χιονοπόλεμο.

Σε λίγες μέρες πραγματικά το χιόνι κάλυψε τα πάντα. Μια ξαφνική χιονοθύελλα, ανάγκασε την πολιτεία να κλείσει και τα σχολεία για δέκα περίπου μέρες πριν από τις χριστουγεννιάτικες γιορτές. Το χιόνι στο μισό μέτρο περίπου, δυσκόλευε ακόμα και τις προετοιμασίες για τις γιορτές, όχι τίποτα σπουδαίες ετοιμασίες, αλλά όσοι είχαν κάποιο γουρουνάκι για σφάξιμο ή καμιά γαλοπούλα, θέλανε κάποιες διαδικασίες που είχαν και το κέφι τους, για παράδειγμα όταν έσφαζαν τα χοιρινά περιμέναμε να μας δώσουν τη φούσκα να παίξουμε μπάλα η παίρναμε τα πόδια από τις γαλοπούλες και τον πετεινό και τραβώντας τους τένοντες, κάναμε να κουνιούνται τα ακροδάχτυλα και κυνηγούσαμε τα κορίτσια που φοβόντουσαν. Καμιά σχέση βέβαια με τη σημερινή ψεύτικη λάμψη των ψεύτικων πλαστικών δέντρων, αλλά πάντα φρόντιζαν οι γονείς για κάποιο δέντρο, όχι έλατο βέβαια -που να το βρεις- αλλά κάποιο πουρνάρι, κανένα κλωνάρι πεύκου ή κυπαρισσιού, έσωνε πάντα την κατάσταση, στολισμένο με βαμβάκι για χιόνι, φρούτα τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο ή κάποια αγοραστά λαμπιόνια, εκκλησάκια χάρτινα και φάτνες φτιαγμένες από τα χέρια των παιδιών, ολοκλήρωναν τη διακόσμηση του σπιτιού. Α… εκείνες οι φάτνες! πόσες φορές δεν ονειρευτήκαμε μπροστά τους και πόσα βράδια δεν κοιμηθήκαμε μπροστά τους κοιτάζοντας ώρες ολόκληρες το βρέφος, τα ζώα, τον Ιωσήφ, τους μάγους, κι αφήναμε τη φαντασία μας να ταξιδέψει στης Βηθλεέμ τα βουνά τα ιερά, και κάτω από το δέντρο να ακούμε ιστορίες από τη μάνα ή τη γιαγιά, για τη γέννηση, για τον άγιο Βασίλη, για τα ξωτικά που τρώγαν τα χοιρινά και τα γλυκά, για τον παπά με την αγιαστούρα που έδιωχνε τους καλικατζάρους. Και κάθε φορά με πόση έμφαση τραγουδούσαμε τα κάλαντα των Θεοφανείων «να καταπραΰνουν τα είδωλα να κατασπαράξουν τα ζούζουλα».

-          Τι είναι τα ζούζουλα ρε γιαγιά; Ρωτούσαμε.

-          Μικρά καλικατζαράκια, που κατεβαίνουν 40 μέρες για να κάνουν φασαρία, για αυτό τα λεν και σαραντούδια, απαντούσε.

-          Γιαγιά, έχει τώρα ζούζουλα;

-          Εμ…έχει,  δεν έχει; εγώ ξέρω στο σπίτι μας έχουμε 3…κι η θεία σας άλλα δυο πέντε, και μας κοιτούσε γελαστή, να δει αν πιάσαμε τον υπαινιγμό της…

-          Και τα καλικατζαράκια τι κάνουν ρε γιαγιά;

-          Α…κυνηγούν τα άτακτα παιδιά.

-          Και δώστου γέλια και χαρές που θα μας κυνηγούσαν.

Και ήταν τόσο πειστικές οι γιαγιάδες μας, που ακόμα μέχρι πριν λίγα χρόνια, τον Θοδωρή  τον Καραμπιστίνα τον κυνηγούσαν τα σαραντούδια, όπως έλεγε, και μάλιστα όλο τον χρόνο…ζώντας έτσι μέσα στον όμορφο κόσμο της φαντασίας και του παραμυθιού που έχτιζαν για μας οι γιαγιάδες.

                                       

    ************

 

Την παραμονή των  Χριστουγέννων τα πάντα έπαιρναν μιαν άλλη όψη. Από τα χαράματα χτυπούσε η καμπάνα για τις μεγάλες ώρες, τον όρθρο και τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Η μάνα μας ξυπνούσε νωρίς για να πάμε να ακούσουμε τα ωραία τροπάρια της ημέρας, η γιαγιά έλεγε πως έχει ωραία γράμματα τέτοιες μέρες στην εκκλησιά, άσχετα αν δεν τα καταλάβαινε, και κυρίως μας άρεσε το δοξαστικό της ενάτης ώρας, όπου ο ψάλτης στο κέντρο του ναού, μπροστά στην εικόνα της γέννησης έψαλλε το «σήμερον γεννάται εκ παρθένου…και το προσκυνούμεν σου την γέννα Χριστέ… δείξον ημίν και τα θεία σου Θεοφάνεια…»  Τι ωραίες στιγμές! Ο παπα-Κύριλλος στα λευκά του άμφια, με τη βροντώδη ωραία φωνή του κι οι ψάλτες να ψάλλουν τις κατεβασιές «Χριστός γεννάται δοξάσατε», με όλη τη δύναμη της ψυχής τους και δίπλα τους να ισοκρατούν στο αναλόγιο, ο μπαρμπα-Ηλίας Ηλιάδης, παλιός και έμπειρος  δάσκαλος της ψαλτικής τέχνης κι ο μπαρμπα-Ηλίας ο Δόνγκας, άλλο αηδόνι του αναλογίου, να πάλλονται από ζήλο και μεράκι, ενώ ο δάσκαλος κυρ-Τζελίδης να διαβάζει αργά, καθαρά και με νόημα τις προφητείες και τα αναγνώσματα. Και εμείς με μάτια αγουροξυπνημένα, τρέχαμε να βαστάξουμε τα εξαπτέρυγα, μη και μας πάρει άλλος τη σειρά και μείνουμε άντυτοι χριστουγεννιάτικα και βέβαια χάναμε και το μπαξίσι που έδιναν πάντα οι επίτροποι χρονιάρες μέρες.

 

                                           ****************

 

Με το που σχόλαγε η εκκλησία τρέχαμε σπίτι να ετοιμαστούμε για τα κάλαντα. Κανονίζαμε την παρέα, παίρναμε το κουτί που τόσο κόπο ετοιμάζαμε και ξεκινούσαμε μέσα στο χιονιά το τραγούδι «χριστούγεννα, πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου, για βγάτε διέτε μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται…»

Πρώτα περνούσαμε από τους συγγενείς, που τους είχαμε σίγουρους, μετά στους γειτόνους που μας περίμεναν πάντα και ύστερα ξεμακραίναμε από τη γειτονιά σε άλλα σπίτια. Η μάνα πάντα φώναζε: Πάρτε μαζί σας και  καμιά σακούλα για τα φρούτα. Αν και δυσανασχετούσαμε, τελικά παίρναμε πάντα σακούλα, γιατί ήταν η μόνη που γέμιζε πάντα με φρούτα, γλυκά και καλούδια, ενώ το κουτί  μάζευε λίγα μισόφραγκα, δεκάρες, που ήταν τότε στη κυκλοφορία, καμιά δραχμή, από κάποιον στενό συγγενή, και βέβαια όταν τραγουδούσαμε το βράδυ, έριχναν κάποιοι μέσα στο ταμείο ό,τι παλιό νόμισμα είχαν από την κατοχή ή ακόμα και μεταλλικά κουμπιά.

Στους δρόμους χαρές και  τραγούδια από σπίτι σε σπίτι, παρέες με φαναράκια ή φακούς, και αλληλοενημέρωση για το ποιος δίνει πιο πολλά και ποιος πιο λίγα.

Έτσι ξέραμε λίγο-πολύ ότι να πάμε στο τάδε σπίτι έχει λεφτά, στον δείνα έχει φρούτα  και μήλα στάρκεν, στον άλλο φιρίκια ή αν πηγαίναμε στην κυρά- Βαγγελούδα του Αμερικάνου, θα παίρναμε καρύδια, φουντούκια και ξυλοκέρατα. Στο τέλος γινόταν ο διαχωρισμός της σοδειάς, τόσα μήλα, τόσα πορτοκάλια, δέκα μανταρίνια, δεκαπέντε κάστανα, φουντούκια, καρύδια κ.λ.π

Μετρούσαμε και τις δεκάρες, τις πεντάρες, τα μισόφραγκα, τις λίγες δραχμούλες και στο σύνολο δραχμαί 32. Κι άρχιζε ο αγώνας για τη διαίρεση δια του 3. Αμ διαιρείται ακριβώς το 32 με το 3;  Σκεφτόμασταν ποιόν ξεχάσαμε, να πάμε να συμπληρώσουμε άλλη μια δραχμή, να πάρουμε τουλάχιστον από 11 δραχμές.

Δεν θα ξεχάσω που πήγαμε μια φορά στο σπίτι της κυρά-Νίνας της γιατρέσσας. Μας ήξερε όλους καλά, γιατί ήμασταν συμμαθητές του γιού της, αλλά ήταν και αυτή που πρώτη μας κράτησε στα χέρια της, καθότι  ξεγέννησε τις μανάδες μας και μας ήξερε λοιπόν από χέρι που λένε. Η κυρα-Νίνα, με άνδρα συμβολαιογράφο, είχε τη βολή της, μας κέρασε κουραμπιέδες, γλυκά, μελομακάρονα, μας φιλοδώρησε από ένα δίφραγκο και από μια μπανάνα. Τρελή χαρά εμείς! μπανάνα στα χέρια μας, που ως τώρα τις βλέπαμε τις γιορτές μόνο στις προθήκες του μανάβικου. Πήγαμε σπίτι με πολύ χαρά και περιέργεια για το νέο μας φρούτο. Μάλιστα είπαμε να την κόψουμε στα δύο να φάει κι η αδελφή, έλα όμως που στη στιγμή ήρθαν και οι ξαδέρφες και έπρεπε να δώσουμε και σ΄ αυτές από ένα κομματάκι! Τέλος πάντων, την κόψαμε στα τέσσερα, αλλά ακούστηκε και η φωνή της γιαγιάς που ήθελε να δοκιμάσει κι αυτή λιγάκι, «να μολιώσω λίγο και γώ…» είπε. Τέλος πάντων για πρώτη φορά δεν μας ενθουσίασε και πολύ το νέο φρούτο. Στο απέναντι μπακάλικο είχε ακόμη κόσμο. Πεταχτήκαμε να τα πούμε στα γρήγορα για να μεγαλώσει το ταμείο. Το βράδυ είχε αρχίσει να πέφτει βαρύ, το χιόνι ξανάρχισε να σκεπάζει τις πατημασιές μας και τα ίχνη στο δρόμο, η πόλη μας έγινε κατάλευκη. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι τα πόδια μας είχαν ξυλιάσει από το κρύο, τα μάγουλα παγωμένα, ζεστάθηκαν από το φιλί της μητέρας κι ο μπαμπάς βάλθηκε να τρίβει τα χέρια μας για να ζεσταθούν. Εμείς αρχίσαμε αμέσως την ενημέρωση, πού πήγαμε, ποιόν είδαμε, τί μας είπαν, πόσα μας έδωσαν… πόσα τελικά μαζέψαμε …λέγαμε, λέγαμε, λέγαμε χωρίς ανασασμό.

Η σόμπα μπουμπούνιζε στο σπίτι και τα μπουριά είχαν κοκκινίσει από τη δυνατή φωτιά. Εκείνα τα χρόνια μαζί με τα ξύλα καίγαμε και πετροκάρβουνα-κώκ. Σχεδόν κάθε βδομάδα γεμίζαμε ένα καροτσάκι από τον κυρ-Τάκη τον Δεμερτζή και συμπληρώναμε τα καύσιμα της σόμπας. Στο κέντρο του δωματίου το παραμονιάτικο νηστίσιμο τραπέζι, με φασόλια νερόβραστα, ψωμί φρέσκο ζυμωμένο, ελιές, χαλβά, φρούτα, ξηρούς καρπούς, νιφαλό δηλαδή νηστίσιμο σαραγλί, ένα κρεμμύδι, ένα σκόρδο και λίγα κέρματα για το καλό. Η μάνα ετοίμαζε το ιδιότυπο θυμιατό, μια κεραμίδα κι ένα κάρβουνο από τη σόμπα με λίγη θυμίαμα και ο νοικοκύρης του σπιτιού μας μάζευε γύρω από το τραπέζι για να θυμιαστούμε «Άϊντε, γυρουσίν’ καλουσίν’ μπιρικέτ’ κι τ’ αη-Βασιλιού με υγεία», έλεγε καθώς μας θύμιαζε και μεις σταυροκοπιόμασταν και με το χέρι τραβούσαμε τον καπνό του θυμιατού προς το μέρος μας, λέγοντας «και του χρόνου με υγεία». Μετά το φαγητό το τραπέζι δεν μαζεύονταν, το άφηναν έτσι για το καλό και το μαζεύαμε την άλλη μέρα μετά την λειτουργία. Σε κάποια σπίτια κόβανε και το χριστόψωμο, κάτι αντίστοιχο με τη βασιλόπιτα της πρωτοχρονιάς, μόνο που σ΄ αυτό δεν βάζανε νόμισμα, αλλά κάποιο καρπό, όπως φασόλι ή αμύγδαλο. Ανήμερα τα Χριστούγεννα η καμπάνα χτυπούσε πολύ πρωί, κατά τις πέντε η ώρα τα ξημερώματα, κι έβλεπες τις οικογένειες 3-3, 4-4, 5-5 να πορεύονται προς την εκκλησία. Μετά την πανηγυρική χριστουγεννιάτικη λειτουργία, επιστρέφαμε στο σπίτι για το πιο χορταστικό πρωινό, με κουλούρια, σαραγλιά, μπακλαβάδες, χοιρινή τηγανιά, τσιγαρίδες, γλυκό κρασί κι ότι άλλο μπορούσες να ονειρευτείς. Το μεσημεριανό τραπέζι ήταν σχεδόν συνέχεια του πρωινού, γιατί κατά το συνήθειο, μετά την εκκλησία περνούσαν συγγενείς και φίλοι για τα χρόνια πολλά, οπότε η παρέα μεγάλωνε. Το γεύμα περιελάμβανε συνήθως  γαλοπούλα, κόκορα, ή «όρνιθα γιομοστή», άλλοι που εξέτρεφαν κανένα γουρουνάκι, το απολάμβαναν φυσικά ανήμερα της γιορτής, ενώ οι πιο φτωχοί αρκούνταν σε καμιά ψαρόκοτα που μάζευαν από τη λίμνη και ήταν μισοπαγωμένες από το κρύο. Τα παιδιά περνούσαμε από τις γιαγιάδες και τους παπούδες για τα χρόνια πολλά και το μπαξίσ , τα δε σπίτια που είχαν Χρήστους και Μανώληδες είχαν ολημερίς το τραπέζι στρωμένο.

Η νύχτα έρχονταν, από τα σπίτια ακουγόταν τραγούδια και χαρές, το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, να σκεπάζει τα πάντα και να ομορφαίνει την πόλη μας, τους δρόμους, τα σοκάκια, τα ψηλά αρχοντικά και τα χαμηλά φτωχόσπιτα, να σκεπάζει ακόμα και τα όνειρά μας, αυτά τα όνειρα που ακόμα δε λέμε να ξεχάσουμε, γιατί γλυκαίνουν ακόμα τη θύμηση και την καρδιά μας. Να ‘μαστε γεροί και του χρόνου, να είμαστε πάλι καλά, για να ξαναθυμηθούμε τα παλιά ωραία χρόνια.

 

Χρόνια  καλά  και ευτυχισμένα.

 

Τρύφων  Τσομπάνης




 

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ



Επικοινωνία με lagadas.net
Επιτρέπεται η αναδημοσιεύση του υλικού μόνο με την αναφορά της πηγής © 2010 lagadas.net
design by aksium